- καταχωνιάζω
- καταχωνιάζω, καταχώνιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταχωνιάζω — 1. χώνω βαθιά, κατακαλύπτω με χώμα, θάβω 2. κρύβω, εξαφανίζω («πού τό καταχώνιασες πάλι το βιβλίο μου;») 3. καταπίνω, καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταχώνω κατά τα ρ. σε ιάζω, κατά το σχήμα πληγ ώνω: πληγ ιάζω. Κατ άλλη άποψη <… … Dictionary of Greek
καταχωνιάζω — ιασα, ιάστηκα, καταχωνιασμένος, η, ο 1. καταπίνω κάτι σαν με χωνί, καταβροχθίζω: Καταχώνιασε έναν περίδρομο κρέας. 2. χώνω βαθιά στο χώμα, κρύβω, εξαφανίζω: Έχει καταχωνιασμένες λίρες από τους Εβραίους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαταχώνιαστος — η, ο [καταχωνιάζω] αυτός που δεν έχει καταχωνιαστεί, δεν έχει χωθεί σε βαθύ ή απόκρυφο μέρος 2. που δεν τόν έφαγε το σκοτάδι, δεν εξοντώθηκε … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταχωνεύω — (AM καταχωνεύω) νεοελλ. καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω |) μσν. 1. (για τη φωτιά) αποτεφρώνω 2. καίγομαι εντελώς, αποτεφρώνομαι μσν. αρχ. λειώνω, απορροφώ, αποσυνθέτω (αρχ) χύνω κάπου κάτι λειωμένο («τοῡ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον», Αππ.).… … Dictionary of Greek
καταχωνιαστής — ὁ, θηλ. καταχωνιάστρα [καταχωνιάζω] αυτός που κρύβει κάτι πολύ καλά, που καταχωνιάζει … Dictionary of Greek
καταχώνιασμα — το [καταχωνιάζω] 1. θάψιμο, χώσιμο 2. απόκρυψη, εξαφάνιση … Dictionary of Greek
μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω … Dictionary of Greek
ξεχωνιάζω — 1. σκάβω βαθιά τη γη, ανασκάπτω 2. ανασύρω κάτι βαθιά χωμένο στο έδαφος 3. (κατ επέκτ.) αποκαλύπτω κάτι καλά κρυμμένο («πού πήγες και τό ξεχώνιασες πάλι αυτό το βιβλίο;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεχώνω κατά τα ρ. σε ιάζω (πρβλ. καταχωνιάζω: καταχώνω)] … Dictionary of Greek
τρυπώνω — Ν [τρύπα] 1. (μτβ.) αποκρύπτω, καταχωνιάζω («πού τρύπωσες τα βιβλία μου και δεν τά βρίσκω;») 2. (αμτβ.) μπαίνω κάπου για να κρυφτώ, κρύβομαι κάπου («τρύπωσε από τον φόβο της σε μια γωνιά») 3. ράβω προσωρινά με αραιές βελονιές, κάνω τρύπωμα 4. μτφ … Dictionary of Greek